κωφότης

κωφότης
κωφ-ότης, ητος, ,
A deafness, Hp.Epid.3.17.ζ, Pl.Alc.1.126b, Plu.2.167c; dullness of hearing, ib.38b: metaph., D.19.226, Phld.Rh.2.118S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κωφότης — deafness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότητα — κωφότης deafness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότητας — κωφότης deafness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότητες — κωφότης deafness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότητι — κωφότης deafness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφότητος — κωφότης deafness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ …   Dictionary of Greek

  • κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”